- λιβρέα
- ηειδική στολή τού υπηρετικού προσωπικού ανακτόρων, πρεσβειών, ξενοδοχείων, μεγάρων κ.λπ., η οικοστολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. livrea. Ο γαλλ. τ. είναι livree < livrer, «παραδίδω» (τις στολές αυτές τίς παρέδιδαν στο προσωπικό τους οι οίκοι τών ευγενών) < λατ. liberare «απελευθερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.